Το κλαρινέτο ανήκει στην κατηγορία των ξύλινων πνευστών οργάνων. Είναι το πιο ευέλικτο πνευστό, με έκταση τρεισήμισι οκτάβες και χρησιμοποιείται σε όλα τα είδη της μουσικής.
Η λέξη κλαρινέτο σημαίνει στα ιταλικά μικρό κλαρίνο (από το επίθετο clarus = φωτεινός, καθαρός). Κλαρίνο ήταν ένα είδος τρομπέτας, o ήχος της οποίας έμοιαζε με τον ήχο των πρώτων κλαρινέτων. Στη χώρα μας είναι πασίγνωστο ως κλαρίνο από τη δημοτική μουσική, ενώ η λόγια ονομασία του οργάνου είναι ευθύαυλος. Ίσως από τη λέξη αυτή να προέρχεται η έκφραση «στέκεται κλαρίνο», το οποίο λέγεται με σκωπτική διάθεση γι’ αυτόν που στέκεται ευθυτενής σε στάση προσοχής ή χαιρετισμού. Ο ερμηνευτής του οργάνου για μεν την κλασσική μουσική αποκαλείται κλαρινετίστας, για δε τη δημοτική μουσική κλαρινίστας.
Ο ήχος του κλαρινέτου, μπορεί να είναι γλυκός, διαυγής με πλούσιο ηχόχρωμα, σκοτεινός και βαρύς, θλιμμένος, σκληρός και τσιριχτός.
Η ιστορία του κλαρινέτου χάνεται στα βάθη των αιώνων. Το συναντάμε εν είδει αυλού στην Αρχαία Αίγυπτο και στις γύρω περιοχές. Το σύγχρονο κλαρινέτο έλκει την καταγωγή του από το γαλλικό πνευστό σαλιμό (chalumeau, από την ελληνική λέξη κάλαμος), ένα μεσαιωνικό ευρωπαϊκό όργανο, και οφείλει την εξέλιξή του στον γερμανό οργανοποιό Γιόχαν Ντένερ (1655-1707) και στις βελτιώσεις που επέφεραν οι Τέομπαλντ Μπεμ, Λουί-Ογκίστ Μπιλτέ, Ιασίντ Κλοζέ, Ιβάν Μίλερ και Άντολφ Σαξ.
Η οικογένεια του κλαρινέτου περιλαμβάνει τα εξής μέλη: κλαρινέτο σε λα ύφεση, μι ύφεση (πίκολο), σε Ντο (το παραδοσιακό κλαρίνο της Ελλάδας), σε Σι ύφεση (το πλέον διαδεδομένο), Λα, Μι ύφεση (άλτο), μπάσο κλαρινέτο σε Μι ύφεση και κοντραμπάσο κλαρινέτο σε Σι ύφεση.